ἐπίαχον

ἐπίαχον
ἐπί̱αχον , ἐπιάχω
shout out
imperf ind act 3rd pl
ἐπί̱αχον , ἐπιάχω
shout out
imperf ind act 1st sg
ἐπιάχω
shout out
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἐπιάχω
shout out
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εννεάχιλοι — ἐννεάχιλοι, αι, α (επικ. τ. αντί ἐνάκις χίλιοι) (Α) εννέα χιλιάδες («ὅσσον τ έννεάχιλοι ἐπίαχον», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • επιάχω — ἐπιάχω (Α) 1. επευφημώ («ὧς ἔφαθ , οἱ δ ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. κραυγάζω, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάχω «φωνάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”